Αφίσα και προκήρυξη της “Αντιεκλογικής σύμπραξης συλλογικοτήτων και ατόμων”, στην οποία συμμετέχει η ΕΣΕ Ιωαννίνων
Άλλη μια εκλογική διαδικασία έρχεται να μας ζητήσει να χαρίσουμε, μέσω της κάλπης, τη δύναμη και το δικαίωμα της πολιτικής απόφασης σε αντιπροσώπους. Δηλαδή να αποφασίσουμε όχι για τις ζωές μας αλλά για το ποιος θα αποφασίσει για τις ζωές μας. Πρόκειται για άλλο ένα επεισόδιο της σύγχρονης τραγωδίας που τιτλοφορείται «καπιταλισμός και κοινοβουλευτική δημοκρατία». Τραγωδία γιατί αν σε άλλα καθεστώτα η εξουσία ήταν καθαρά θέμα βίαιης επιβολής, σήμερα είναι οι ίδιοι οι εκμεταλλευόμενοι που σπεύδουν μέσω των εκλογών να επιλέξουνε τους διαχειριστές της ίδιας τους της εκμετάλλευσης. Από την πλευρά μας, επιλέγουμε συνειδητά και για άλλη μια φορά να απέχουμε. Όχι όμως ως θεατές αλλά προτείνοντας στους ίδιους τους συντελεστές της παράστασης να τη σαμποτάρουν. Πιο συγκεκριμένα, παροτρύνουμε το σύνολο των -υποτιμημένων αλλά απαραίτητων- κομπάρσων να γίνουν πρωταγωνιστές. Όχι της καπιταλιστικής τραγωδίας αλλά της ίδιας της ζωής τους.
Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Νοέμβρη έχουν ξεκάθαρα και έναν πρόσθετο χαρακτήρα εφόσον διεξάγονται στην συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική συγκυρία. Το πολιτικό σύστημα ζητάει πίστωση χρόνου ώστε να «διορθώσει λάθη». Χρόνο που στην ουσία θα χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την επίθεσή του. Μια επίθεση η οποία έχει αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του ’80 σε μια μακρόχρονη διαδικασία συνεχούς υποτίμησης της εργασίας, εκμετάλλευσης των μεταναστών και ταυτόχρονης σποράς «δανεικών» ψευδαισθήσεων περί εύκολου πλουτισμού και κοινωνικής ανέλιξης. Αυτή η διαδικασία τώρα κορυφώνεται και συμπυκνώνεται στις «τομές» και τα μέτρα που πέρασαν και θα περάσουν (αύξηση ΦΠΑ, μειώσεις συντάξεων, περικοπές μισθών, απολύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση κοινωνικών παροχών), τα οποία αναμένουν την κοινωνική νομιμοποίηση μέσω, μεταξύ άλλων, και των επερχόμενων εκλογών.
Αυτή η κατάσταση δεν απαντάται μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Κράτος και κεφάλαιο σε αγαστή συνεργασία προωθούν διεθνώς μια συγκεκριμένη, επιθετική προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, πολιτική με σκοπό την εξασφάλιση και την αύξηση των κερδών. Το οικονομικό σύστημα χρησιμοποιεί τους πολιτικούς του υπηρέτες για να επικυρώνουν τις αποφάσεις του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι δεύτεροι δεν φέρουν ευθύνη εφόσον κάνουν τις πλάτες στην οικονομική εξουσία και ως συνεργάτες εξασφαλίζουν και το δικό τους μερίδιο στα κέρδη. Κατ’ επέκταση, αν και γνωρίζουμε καλά τον κυρίαρχο ρόλο διεθνών μηχανισμών όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια τράπεζα, δεν θεωρούμε την ντόπια οικονομική και εκτελεστική εξουσία θύμα τους που «αναγκάζεται» να εφαρμόσει τις επιταγές τους. Όπως δεν θεωρούμε ανεύθυνο κανέναν από τους ντόπιους εξουσιαστικούς μηχανισμούς (κόμματα, γραφειοκρατικός συνδικαλισμός, μμε, δημοτικοί σύμβουλοι, δήμαρχοι, περιφερειάρχες, ελληνικές τράπεζες, μικρά και μεγάλα αφεντικά). Άλλωστε είναι κυρίως η τοπική εξουσία που επωφελείται από τα μέτρα και το φθηνό εργατικό κόστος. Από την αύξηση των δημοτικών τελών και την εγκαθίδρυση ελαστικών σχέσεων εργασίας μέχρι τις ιδιωτικοποιήσεις και την καταπάτηση δημόσιων χώρων (οδός Γαριβάλδη, υπόθεση Ξενία, διατάραξη οικοσυστήματος λίμνης από DuLac – ΚΤΕΛ), οι τοπικοί άρχοντες είναι που από χρόνια επιτίθενται στις ζωές μας και πλέον από θέση ισχύος (μέσω των συγχωνεύσεων του «Καλλικράτη») και με άλλοθι την οικονομική κρίση συνεχίζουν το αντικοινωνικό τους έργο. Ενδεικτικό αυτού του «έργου» τους είναι ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να πολιτευτούν αποτελεί η εγκαθίδρυση ευρύτατων δικτύων πελατειακών σχέσεων. Τέλος, και ακόμα βαθύτερα δεν θεωρούμε καθόλου γόνιμο να ωραιοποιήσουμε την ίδια την βάση των εκμεταλλευόμενων και να παρακάμψουμε το γεγονός ότι οι σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας χτίζονται σε μεγάλο βαθμό και από «τα κάτω».
Και ας μην ξεχνάμε και τον ρόλο της κοινοβουλευτικής ή μη αριστεράς που δεν παραλείπει να αφομοιώνει και να καπηλεύεται τους κοινωνικούς αγώνες, που όμως αν δεν «αποτυπωθούν» ως εκλογικά νούμερα θεωρούνται ούτε λίγο ούτε πολύ άχρηστοι. Μέσω των υποψηφίων τους, με ταχυδακτυλουργικούς τρόπους, συνδέουν την αγωνιστικότητα με την εκλογική συμμετοχή και βαφτίζουν συλλήβδην κάθε μορφή αποχής ως «αδιαφορία» και «αποπολιτικοποίηση», τρέμοντας για την παραμικρή αυξομείωση των ποσοστών τους. Πόσοι όμως άραγε από τους ψηφοφόρους τους το διάστημα πριν και μετά την κάλπη βρίσκονται στους «δρόμους του αγώνα» και όχι απέναντι από τα τηλεπαράθυρα της εικονικής πολιτικής;
Χρησιμοποιώντας λοιπόν την παγκόσμια οικονομική κρίση ως πρόσχημα, προπαγανδίζουν καθημερινά μια «εθνική» λύση στο πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Αφηρημένα σχήματα όπως το «έθνος» και ο «ελληνικός λαός» που συσκοτίζουν τις ταξικές αντιθέσεις, καλούνται πρώτα να κάνουν θυσίες και μετά να συσπειρωθούν και να αποδείξουν μέσα από την εκλογική διαδικασία την εμπιστοσύνη τους στο ίδιο το σύστημα διαμεσολάβησης.
Απέναντι σε αυτό το θέατρο εντυπώσεων της εκλογικής και προεκλογικής διαδικασίας που δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια εκτόνωσης και αποπροσανατολισμού, εμείς προτείνουμε έναν διαφορετικό αγώνα. Αντί για την εκτόνωση της εκλογικής «μάχης», επιλέγουμε την μάχη κατά των εκλογών και τις πραγματικές καθημερινές μάχες στους δρόμους και τους χώρους δουλειάς ενάντια σε αφεντικά και κάθε λογής εκμεταλλευτές. Προτάσσουμε την αυτοοργάνωση και την ταξική αλληλεγγύη μέσα από οριζόντιες αμεσοδημοκρατικές δομές μακριά από κάθε είδος αντιπροσώπευση. Δεν μπορεί άλλωστε κανένας άλλος να διαχειριστεί τις υποθέσεις μας, παρά μόνο εμείς οι ίδιοι συλλογικοποιώντας τις ανάγκες μας, άρα και τον αγώνα μας.