Με την Πρωτομαγιά… ως αφορμή

 

Με την ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ… ως αφορμή

 

Αν και δεν χρειάζονται αφορμές για να μιλήσεις για το θέμα της εργασίας ή αλλιώς της μισθωτής σκλαβιάς.

 

“Το 8ωρο είναι ένας συναισθηματισμός που πρέπει να εγκαταλειφθεί”, έλεγε πριν λίγο καιρό ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, χαμογελώντας αστραφτερά στους αμήχανους τηλεθεατές που γύρισαν αμέσως κανάλι για να ανακουφιστούν με την είδηση πως ο μηχανισμός στήριξης θα ξαναενεργοποιηθεί αν χρειαστεί (που θα χρειαστεί) το 2013 . Σίγουρα αυτοί οι κάποιοι που αγωνίστηκαν τον προηγούμενο αιώνα, για να μην αποτελούν αυτοί και οι απόγονοι τους το γρανάζι στις ορέξεις και τις μηχανές των αφεντικών, αξίζουν όλες τις τιμές και την προσοχή μας, αλλά δεν χωρούν στο σύγχρονο κόσμο. Ανήκουν στο “κάποτε”. Τώρα τα νέα ήθη απαιτούν άλλα: να συνδέσεις τη μοίρα σου με τη μοίρα της εταιρίας ή του μαγαζιού που δουλεύεις, να επιθυμείς την προκοπή των αφεντικών σου άρα και την δική σου, να μην μιλάμε για τυχοδιωκτισμό των αφεντικών (όταν πχ. κλείνουν μια εταιρία) αλλά για χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων… Και αν τους κάνεις, και για πόσο θα τους κάνεις; Οι όροι για να ζήσει κάποιος σε αυτόν τον κόσμο γίνονται ολοένα και πιο επιθετικοί. Και για να επιβιώσει αρκεί να “κοιτάζει τη δουλίτσα του”. Κυριολεκτικά και μεταφορικά…

 

Απ’ την άλλη μεριά ο “κόσμος της εργασίας” όπως αποκαλούνται πια οι εκμεταλλευόμενοι, είναι κατακερματισμένος. Κουρασμένος από τα ξεκάθαρα ξεπουλήματα των αγωνιστών εργατοπατέρων, θολωμένος από τις λαμπερές βιτρίνες, όμηρος δανείων, μοιρολάτρης, αμπαρωμένος πίσω από κάγκελα και πόρτες ασφαλείας, καχύποπτος με τον μετανάστη γείτονα, αγανακτώντας μόνο μπροστά στον δέκτη της τηλεόρασης …οι εργαζόμενοι ως κοινωνική δύναμη “χάθηκαν” από το προσκήνιο της ιστορίας, χωρίς όμως να χαθούν στο ελάχιστο όλα αυτά που βιώνουν: εκμετάλλευση, αναξιοπρέπεια, αφεντικά, ταμεία ανεργίας, εργατικά ατυχήματα, απολύσεις, ταπεινώσεις, οχτάωρα και υπερωρίες, έλεγχος… Οι εργαζόμενοι μάθανε καλά το μάθημα τους: κοινά συμφέροντα μεταξύ τους δεν έχουν. Αυτά υπάρχουν μόνο για τα κράτη και τα αφεντικά για να καθορίζουν από κοινού την μοίρα όλων. Και τα αφεντικά είναι ωμά: τόσα χρόνια καλλιεργούσαν την αντίληψη της προσωπικής βόλεψης του καθενός, βάζοντας τον ανθρωποφάγο ανταγωνισμό ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους, τώρα με ευκολία οι κυρίαρχοι του κόσμου προχωρούν πιο βαθιά. Τίποτα δεν μπορεί να σώσει κανένα. Αν το όνειρο για το δημοσιοϋπαλληλίκι, για σταθερότητα, καλό μισθό, ασφάλεια, την “καλή δουλίτσα”, έθρεψε χιλιάδες μικροαστικές φαντασιώσεις, τώρα ήρθε ο καιρός να αποσυρθεί από τα μυαλά όλων.

 

Σήμερα όλοι πλέον είναι αναλώσιμοι


Το δικαίωμα στην δουλειά

 

Καθετί καταπιεστικό κουβαλάει και ένα μύθο για να συγκαλύπτεται. Υπάρχει μια ηθική, που έχει τρυπήσει τα μυαλά όλων, η οποία αποκρύπτει αυτά που θα έπρεπε να είναι τα πραγματικά ερωτήματα κάθε εργαζόμενου (γιατί να δουλεύω έτσι, με αυτούς τους όρους, γιατί να παίρνω αυτά τα λεφτά, για ποιον δουλεύω, γιατί αν είμαι άνεργος δεν έχω το παραμικρό δικαίωμα να ζω αξιοπρεπώς κτλ…). Κι όλα αυτά τα ερωτήματα, μετατοπίζονται στο αν είναι κάποιος κοινωνικά χρήσιμος: το να μην δουλεύει κάποιος ισοδυναμεί με ένα κοινωνικό βάρος, με μια παθολογία που πρέπει να εσωτερικευτεί σαν κοινωνική και προσωπική αχρηστία. Κάτι τέτοιο άλλωστε συναντάται ιδιαίτερα στους μακροχρόνια ανέργους, που πέρα από την αυξανόμενη φτώχεια τους, εσωτερικεύουν την κατάσταση τους σαν μια παρασιτική επιβίωση. Και μπορεί βέβαια οι έννοιες της “κοινωνικής αξιοπρέπειας και προσφοράς” να έρχονται πλέον δεύτερες σε σχέση με το “πόσα φράγκα βγάζεις”, παρ’ όλ’ αυτά η δουλειά συνεχίζει να αποτελεί στα μυαλά των εκμεταλλευόμενων το σημείο εκείνο της αυτοεπιβεβαίωσής τους. Και είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη, που γίνεται η μόνη “λογική” σκέψη, για να συρθούν όλοι με όρους αναξιοπρέπειας και ελεημοσύνης, διεκδικώντας τις προσωπικές τους θέσεις στον ήλιο που τους παρέχει η μεγαλοψυχία των αφεντικών. Το “δικαίωμα στην δουλειά” -αυτό που οι εργατοπατέρες αναμασούν στις εργατίστικες φιέστες- είναι ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα των αφεντικών για να θολώσουν τον προφανή εκβιασμό: “αν δεν δουλέψεις για μένα και με τους όρους που θέτω είσαι καταδικασμένος”. Κατά τα άλλα η δουλειά είναι δικαίωμα…

 

Παραγωγή – κατανάλωση ή από την ουρά του ΟΑΕΔ στην ουρά στο προποτζίδικο και τα φρουτάκια

 

Η εργασία μέσα σε αυτόν τον “αγγελικά” πλασμένο καπιταλιστικό κόσμο συνδέεται άμεσα με τα εμπορεύματα και την κατανάλωση τους. Υπάρχει ένα νήμα που συνδέει το δώρο με τα ράφια των καταστημάτων. Η κατανάλωση και κατοχή προϊόντων έχει αποκτήσει μια κοινωνική σημασία αυτοκαθορισμού του καθενός (είμαι ό,τι αγοράζω). Κι όμως ο γυαλιστερός αυτός κόσμος δείχνει διαρκώς τα δόντια του. Η ομηρία της ακατάσχετης δανειοληψίας, οι χιλιάδεςδημεύσεις περιουσιών “άτυχων” κακοπληρωτών, είναι μόνο μερικά από τα σημεία που ανατροφοδοτούν διαρκώς τον κύκλο της εργασίας-κατανάλωσης.. Η γενικευμένη αυτή ομηρία ξαναμπαίνει σε όλους τους χώρους της καθημερινότητας και πολύ περισσότερο στους χώρους εργασίας: το κυνήγι του μικροαστικού ονείρου κατοχής και ιδιοκτησίας είναι αυτό που αδρανοποιεί τα κοινωνικά αντανακλαστικά, και δημιουργεί σχέσεις εξατομίκευσης και ανταγωνισμού. Αν κάποτε στους εργασιακούς χώρους ακουγόταν η λέξη αξιοπρέπεια, τώρα αυτή ακούγεται σαν μια περιττή ευαισθησία αφού οι τράπεζες πιέζουν, το δάνειο τρέχει… Κι όμως το ιδεολόγημα του “κατέχω άρα υπάρχω” καταρρέει από την ίδια την πραγματικότητα.

 

Για τους περισσότερους ακόμα κι όταν “κατέχουν”, αυτό τους παραδίδεται δανειστικά: λάμψη, ασφάλεια, αυτοκίνητο, σπίτι, έπιπλα…οι ευκολίες στις δόσεις δεν είναι παρά η συγκαλυμμένη πραγματικότητα ότι όχι μόνο δεν κατέχουν τίποτα μέχρι να το ξεπληρώσουν (αν και όταν) αλλά ότι τελικά κατέχονται οι ίδιοι. Οι αντιστάσεις -που μερικά χρόνια πριν παρέμεναν ζωντανές- στους χώρους εργασίας τείνουν να βουλιάξουν κάτω απο το βάρος της δημαγωγίας του κόσμου των εμπόρων και την καταστροφή καθετί συλλογικού. Τα εμπορεύματα μας θέλουν μόνους. Και ο καθένας μόνος του υπακούει καλύτερα.

 

Η εργασία που αλλάζει

 

Απασχολήσιμος, εποχιακός, άτυπη, ευέλικτη, επισφαλής, προσωρινή, μόνιμη.-ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξαν τόσοι όροι για την εργασία. Το σύστημα εκμετάλλευσης σαρώνει καθετί που θεωρούνταν μέχρι σήμερα αυτονόητο, κεκτημένο. Η περίφημη αναδιάρθρωση της παραγωγής που εξελίσσεται ραγδαία την τελευταία δεκαετία (που κάποιοι λανθασμένα θεωρούν ότι ξεκίνησε τώρα, λόγω της κρίσης), συρρίκνωσε στο ελάχιστο παραδοσιακούς τομείς (πχ. κλωστοϋφαντουργία, όπου ολόκληρες μονάδες μεταφέρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κίνας και των Βαλκανίων ή και στον κατασκευαστικό κλάδο που μετά τον ολυμπιακό τυχοδιωκτισμό του αρχίζει να συρρικνώνεται και να μεταλλάσσεται) και μετατόπισε το κύριο βάρος στον τομέα των υπηρεσιών, τον τριτογενή. Όλη αυτή η αναδιάταξη των αφεντικών βέβαια πέρασε και περνάει πάνω από το κοινωνικό σώμα των εκμεταλλευόμενων που οδηγούνται στο να αναζητούν τους εχθρούς εκεί που δεν υπήρξαν ποτέ: στους μετανάστες. Ταυτόχρονα η απομαζικοποίηση και η αποκέντρωση της παραγωγής, η ολοένα και αυξανόμενη σημασία της εξειδικευμένης γνώσης , των πληροφοριών και των νέων τεχνολογιών, αλλάζει τις εργασιακές σχέσεις και δημιουργεί νέους καταμερισμούς. Δεν αρκεί πλέον το σώμα-μηχανή. Αυτό που ζητείται όλο και πιο επιτακτικά είναι το μυαλό-μηχανή , η κλοπή δηλαδή της όποιας δημιουργικότητας των εκμεταλλευόμενων. Οι εργαζόμενοι στους νέους τομείς παραγωγής που βασίζεται στην τεχνολογία, τις πληροφορίες και τις υπηρεσίες, ογειλοΌΜ να είναι “ευέλικτοι”, “δραστήριοι”, να “επιμορφώνονται δια βίου”, για να απολαύσουν τα ψευτοπρονόμια που θα τους βγάζουν προσωρινά (μέχρι να αποφασίσει το αφεντικό) από τις λίστες του ΟΑΕΔ. Στους υπόλοιπους, αυτούς που απασχολούνται στους παραδοσιακούς τομείς παραγωγής (οικοδομή, αποθήκες, βιοτεχνίες κτλ), σε δουλειές που διαρκώς απαξιώνονται ή εκλείπουν, όπως και σε αυτούς που δουλεύουν στον πάτο της ιεραρχίας του τριτογενούς τομέα (κούριερ, φυλλαδιάδες, σερβιτόροι, πωλήτριες, το “απρόσωπο προσωπικό”, τους προσωρινά εργαζόμενους…), θα ζουν διαρκώς στην ανασφάλεια. Όχι μόνο γιατί η μαύρη εργασία ξαναγεννιέται (κατάργηση ωραρίου, πάγωμα μισθών, άσχημες συνθήκες εργασίας, έλεγχος κτλ.), αλλά και γιατί απέξω θα περιμένουν “απειλητικά” στρατιές αποκλεισμένων και ανέργων. Τα αφεντικά μας θέλουν υπάκουους και φοβισμένους.


Κι ενώ λοιπόν θέσεις εργασίας καταργούνται μαζικά χωρίς να αναπληρώνονται από τη νέα επέλαση των αφεντικών, το σύστημα εξακολουθεί να κηρύττει ως δικαίωμα και υποχρέωση ζωής και αξιοπρέπειας το να είσαι παραγωγικός, την ίδια στιγμή που δυσκολεύει την εύρεση μιας θέσης εργασίας. Δεν είναι μια παραδοξότητα. Η δαιμονοποίηση της ανεργίας από τα ίδια τα αφεντικά δικαιώνει την κοινωνική “αναγκαιότητα” των καπιταλιστικών όρων εργασίας και βέβαια όσα τη συνοδεύουν (τον μισθό, τις συνθήκες εργασίας, τα κομμένα ένσημα, τις “εθελοντικές” υπερωρίες, τον έλεγχο…). Και συγχρόνως ο γενικευμένος φόβος του να μείνει κάποιος εκτός δουλειάς, απλώνεται όχι μόνο στο 8ωρο της υποτέ­λειας, αλλά γίνεται και η βασική “κοινωνική αξία” που θέλει να καταργήσει καθετί άλλο: στη θέση της αλληλεγγύης η εξατομίκευση, στη θέση της άρνησης η συναίνεση, στη θέση των κοινών διεκδικήσεων ο ανταγωνισμός.

 

Κάθε γειτονιά και πεδίο πολέμου

 

Όσο κι αν οι εκμεταλλευόμενοι οδηγήθηκαν στο να ξεχάσουν να μιλούν για τάξεις, αγώνες, εκμετάλλευση, οργή και να πιστέψουν στις ρητορίες που λένε διαρκώς πως σ’ αυτσν τον “θαυμαστό” κόσμο ο καθένας μπορεί να γίνει αυτό που επιθυμεί, η πραγματικότητα είναι πιο στυγνή από ποτέ. Και όλοι αυτοί που πλήτονται άμεσα από αυτή προσπαθούν να κοιτάζουν αλλού, λες κι αυτό δεν αφορά την ίδια τους τη μοίρα, λές κι αυτό που διαρκώς βιώνουν όλο και μεγαλύτερα κομμάτια πληθυσμού, θα τους προσπεράσει μαγικά. Κι όμως η μοίρα των ονομαζόμενων πια “μη προνομιούχων” είνα( προδιαγεγραμένη από τα αφεντικά. Η εμφανής επιδείνωση της ζωής σφίγγει ολοένα και περισσότερο τις γειτονιές όχι μόνο των Ιωαννίνων, άλλα κάθε πόλης, όπου στοιβάχτηκε και συνεχίζει να στοιβάζεται ο “κόσμος της εργασίας – Βιώνουν στο πετσί τους τι σημαίνει κάθε νέο νομοσχέδιο, είτε αφορά το εργασιακό, την ασφάλιση, την εκπαίδευση, την αστυνόμευση. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και τα στρατόπεδα αμιγώς χωρισμένα. Και όσο οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι από τις καθημερινές προσταγές θα ψελλίζουν κάτι για κεκτημένα που χάθηκαν, για κράτος προνοίας, για ίσες ευκαιρίες, κάτι για ολα φταίνε οι ξένοι, οσο θα γκρινιάζουν απλά και μόνο σία μικρόφωνα για τις τιμές των λαχανικών, όσο θα παλεύουν για ένα εγωιστικό “εγώ θα τα καταφέρω”, τα αφεντικά του κόσμου θα χαμογελούν. Και θα σφίγγουν ακόμα περισσότερο τον κλοιό γύρω μας.

 

Μετανάστες

 

Το “οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές” (εκτός του ότι “είναι εγκληματίες”) είναι η πιο προσφιλής φράση, έτοιμη να εκτοξευτεί ανά πάσα στιγμή στις καθημερινές κουβέντες των ντόπιων και είναι το σημείο εκείνο όπου όλα τα κεφάλια συγκατανεύουν με ένα μπουχτισμα.

 

Βγάλαμε σπυριά από όσα ακούγαμε όταν μοιράζαμε κείμενα αλληλεγγύης στους 300 μετανάστες απεργούς πείνας. Εξάλλου όλοι οι μηχανισμοί χειραγώγησης έχουν φροντίσει να το επιβεβαιώσουν. Και η τηλεόραση, οι “μαζικοί φορείς”, οι ειδικοί, δεν κάνουν λάθος. Πίσω από την φαινομενικότητα αυτής της επιβεβαίωσης, που χαράζει μια ευθεία γραμμή ανάμεσα στη μετανάστευση και την ανεργία, έχει επιμελώς κρυφτεί μια τεράστια ποσότητα δημαγωγίας. Και μπορεί βέβαια όλα τα επίσημα χείλη να παραδέχονται πλέον το σωτήριο ρόλο των μεταναστών στα ασφαλιστικά ταμεία (χωρίς βέβαια να παραδέχονται τη δικιά τους ευθύνη για την καταλήστευση τους όλες τις προηγούμενες δεκαετίες), παρ όλα αυτά ο μύθος της συμμετοχής των μεταναστών στην ανεργία καλά κρατεί. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς: Η ελληνική “εθνική οικονομία” μέσα στη διαδικασία ανάπτυξης της, εκ των πραγμάτων θα αναζητούσε κάθε ανθρώπινο πόρο για να τον λεηλατήσει στο λαμπρό της δρόμο προς την ευρωπαϊκή της ολοκλήρωση. Ο ερχομός των μεταναστών όχι μόνο δεν μπορούσε να αποφευχθεί εκ των πραγμάτων, αλλά και θα επέκτεινε ποιοτικά και ποσοτικά τη λεηλαοία. θα έπρεπε να είναι πλέον κοινός νους ότι οι μετανάστες αναζωογόνησαν παρηκμασμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα πρόθυρα χρεοκοπίας, (ανοίγοντας χώρο και για την πρόσληψη ντόπιων εξειδικευμένων “προνομιούχων” εργαζομένων), μπήκαν σε δουλειές απαξιωμένες από τους ντόπιους, ξαναγέννησαν την αγροτική παραγωγή (με τους ντόπιους πλέον να ρεμβάζουν ήσυχοι και ξεκούραστοι στα καφενεία), τόνωσαν τα μικρομάγαζα στις γειτονιές, νοίκιασαν σπίτια υποβαθμισμένα δίνοντας ένα αναπάντεχο εισόδημα στους ιδιοκτήτες.. Πουθενά δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία (ακόμα και στην οικοδομή ή στις καθαρίστριες ποι> φαινομενικά “πλήχθηκαν” περισσότερο) που να επιβεβαιώνουν τους κυρίαρχους μύθους. Η πραγματικότητα είναι μία και όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά προπετάσματα καπνού: η ανεργία είναι κατασκεύασμα των επιλογών των αφεντικών, της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και μόνο. Από κει και πέρα αποτελεί ένα διαχειρίσιμο μέγεθος εκφοβισμού των εκμεταλλευόμενων. Τα φοβικά ρατσιστικά αντανακλαστυιά είναι το καλύτερο άλλοθι για τα αφεντικά, για να προεκτείνουν ανεμπόδιστα και έπ’ άπειρον τις καθημερινές λεηλασίες ντόπιων και ξένων εργαζόμενων.

 

Οι εργατοπατέρες και τα χόμπυ τους

 

Μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή ανακατατάξεων, οι κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές δεν έχουν χάσει καμία ευκαιρία να δηλώσουν ότι κατανοούν την αναγκαιότητα των ανα-διαρθρωτικών αλλαγών της παραγωγικής διαδικασίας και ότι είναι διατεθειμένοι να συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της σωτηρίας της” εθνικής οικονομίας”. Δεν ξεχνούν, βέβαια, τις “αδιάλλακτες αγωνιστικές” τους αρχές για την υπεράσπιση του “κόσμου της εργασίας”. Με τις λιγοστές τους πλέον δυνάμεις αλλά τέτοιες που φτάνουν για να τους επιτρέπουν ακόμη να μονοπωλούν το κοινωνικό ενδιαφέρον γύρω από “εργατικές διεκδικήσεις”, προσπαθούν να εγκλωβίζουν την κοινωνική δυσαρέσκεια σε μίζερες κινητοποιήσεις (όπου βραχνιάζουν στα μεγάφωνα) και τραπέζια συνδιαλλαγής (όπου ψελλίζουν τις έγκυρες και επιστημονικές τους προτάσεις). Ο μεσολαβητικός τους ρόλος έχει αδυνατίσει στο βωμό του πολιτικού και κομματικού τους τυχοδιωκτισμού. Όμως δεν μιλάμε απλώς για ένα γνωστό ξεπούλημα αγώνων με γνώριμες υποσχέσεις, αναδιπλώσεις και υποχωρήσεις. Γίνονται εκνευριστικοί και επικίνδυνοι όταν στους καθημερινούς θανάτους από εργατικά ατυχήματα (87 δηλωμένοι το 2010), εκεί όπου η εκμετάλλευση δείχνει το πιο κυνικό της πρόσωπο, επιβεβαιώνουν με άκαπνες καταγγελίες και άσφαιρες ολιγόωρες στάσεις εργασίας, τη φιλοσοφία του εργάτη αναλώσιμου στα σχέδια των αφεντικών.

 

Αντιστάσεις στους χώρους εργασίας

 

Η ανάγκη αντιστάσεων και απαντήσεων στις επιθέσεις κράτους και αφεντικών είναι αναντίρρητη. Η ανάγκη αυτή όμως δε μπορεί να βρει διέξοδο μέσα από μηχανισμούς χειραγώγησης όπως η (έτσι κι αλλιώς απαξιωμένη στη συνείδηση όλων) ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που αναλαμβάνουν το ρόλο του τροχονόμου των κρατικών νομοσχεδίων μέσω άνευρων κινητοποιήσεων και αξιολύπητων “κοινωνικών διαλόγων” μεταξύ συνδικαλιστών και κράτους, οδηγώντας τελικά την όποια διάθεση του κόσμου για μεγαλύτερη αποφασιστικότητα ,στην εκτόνωση της. Ούτε μέσα από κομματικούς μηχανισμούς τύπου ΠΑΜΕ που προωθούν ουσιαστικά τα συμφέροντα του μικρομεσαίου κεφαλαίου, που δε λένε κουβέντα για τις αυθαιρεσίες εις βάρος των εργαζομένων που περισσεύουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που οργανώνουν τους αγώνες με γραφειοκρατικό τρόπο θέλοντας στρατηγική θέση για τον εαυτό τους και τους εργαζόμενους απλούς στρατιώτες, που παίζουν το ρόλο του πυροσβέστη όποτε καταστεί αναγκαίο για τη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης. Στόχος τους είναι ένας και μοναδικός: η διαιώνιση του κομματικού μηχανισμού και πάνω σε αυτό και μόνο θα είναι πότε “αδιάλλακτοι” και πότε διαλλακτικοί. Το παράδειγμα της “κατάληψης” του Δημαρχείου στα Γιάννενα, με τα “χάδια” σύγκρουσης μεταξύ ΜΑΤ και πλαστικών σημαιών του ΠΑΜΕ, γέμισαν τηλεοπτικό χρόνο τα τοπικά δελτία και αντιπολιτευτικές κραυγές τον Γκόντα, καθώς και αέρα στα πνευμόνια της “επαναστατικής” εσωτερικής κατανάλωσης μέσα στο κόμμα.

 

Οι ανάγκες των εργαζομένων μπορούν να απαντηθούν μόνο απ’ τους ίδιους. Με τη δημιουργία συλλογικών αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων στους χώρους εργασίας, χωρίς “ειδικούς” και “πεφωτισμένους” αντιπροσώπους. Με συλλογικές κι ατομικές αντιστάσεις που υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια ενάντια στην εκμετάλλευση. Μακριά από την ανάθεση των προβλημάτων σε “επιστήμονες συνδικαλιστές” και κομματικούς παράγοντες. Με γνώμονα την αλληλεγγύη, στοχεύοντας στη δημιουργία συνολικής συνείδησης ενάντια στην αλλοτρίωση και τον εκβιασμό της δουλειάς κι όχι μόνο σε διαχωρισμένες διεκδικήσεις “καλυτέρευσής” της.

 

Κι αν σε μια εποχή όπου η εξατομίκευση, η ρουφιανιά, η έλλειψη επικοινωνίας κι οι συμβιβασμοί έχουν εδραιωθεί σε κάθε πτυχή της ζωής μας, η δημιουργία αυτοοργανωμένων σωματείων από τους εργαζόμενους τελευταίους; μήνες με όρους συνδίαμόρφωσης και χωρίς   διαμεσολαβήσεις, έρχονται να υπενθυμίσουν πως όλα είναι δυνατά.

 

Έρχονται να τονίσουν τη σημασία της αλληλεγγύης, της επικοινωνίας και της δράσης ως τα μόνα μέσα που μπορούν να δημιουργήσουν συνθήκες ρήξης και να χαλάσουν τα σχέδια του κάθε τεχνοκράτη και να χτυπήσουν κάθε τι που διαιωνίζει την εκμετάλλευση.

 

Έρχονται να υπογραμμίσουν αυτό που φώναζαν οι νεκροί του Σικάγο:

 

πως μια ελεύθερη κοινωνία μπορεί να χτιστεί μόνο στα συντρίμμια της μισθωτής σκλαβιάς.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

This entry was posted in Κείμενα-αφίσες της ΕΣΕ. Bookmark the permalink.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *